όφης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όφης < αρχαία ελληνική ὄφις• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όφης ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όφης
→ δείτε τη λέξη φίδι |