όχθη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όχθη | οι | όχθες |
γενική | της | όχθης | των | (οχθών) |
αιτιατική | την | όχθη | τις | όχθες |
κλητική | όχθη | όχθες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όχθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄχθη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.xθi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐χθη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όχθη θηλυκό
- (γεωλογία) μέρος της ξηράς που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια νερού (ποταμού, λίμνης, θάλασσας κ.λπ.)
- (μεταφορικά) παράταξη, μεριά, πλευρά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- όχτος (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)