όχληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όχληση | οι | οχλήσεις |
γενική | της | όχλησης* | των | οχλήσεων |
αιτιατική | την | όχληση | τις | οχλήσεις |
κλητική | όχληση | οχλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οχλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όχληση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄχλησις < ὀχλέω / ὀχλῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όχληση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη γραφή του ενόχληση
- (νομικός όρος) υπόμνηση ή πρόσκληση σε κάποιον, συνήθως μέσω μιας νομικής διαδικασίας, να εκπληρώσει κάποιες υποχρεώσεις του
- (οικολογία) περιβαλλοντική επιβάρυνση (ρύπανση, μόλυνση κ.λπ.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όχληση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)