όψια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όψια < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

όψια

  1. (κεφαλονίτικο ιδίωμα) από την καλή (όχι από την ανάποδη)
    Τη μπλούζα σου δεν τη φοράς όψια!
    Σε ξέρω και απ'την όψια και απ'την ανάποδη.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]