ύαινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύαινα | οι | ύαινες |
γενική | της | ύαινας | των | υαινών |
αιτιατική | την | ύαινα | τις | ύαινες |
κλητική | ύαινα | ύαινες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ύαινα < αρχαία ελληνική ὕαινα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ύαινα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) άγριο σαρκοβόρο ζώο της οικογένειας Hyaenidae, που μοιάζει με το σκύλο, ζει στην Αφρική και την Ασία και τρέφεται με πτώματα
- (μεταφορικά) ύπουλος άνθρωπος, έτοιμος να αρπάξει και να εκμεταλλευτεί χωρίς οίκτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ύαινα
|