ύδρευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύδρευση οι υδρεύσεις
      γενική της ύδρευσης* των υδρεύσεων
    αιτιατική την ύδρευση τις υδρεύσεις
     κλητική ύδρευση υδρεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ύδρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕδρευ(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ὑδρεύω < ὕδωρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ύδρευση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]