ύο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ύο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕδωρ. Ο πληθυντικός ύβατα < αρχαία ελληνική ὕδατα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ύο ουδέτερο

  1. το νερό
    ※  Άμα είνι θέντε να μαγέψωι, είνε καρφούκ̌ουντε σε νια πάκα σαπούνι καρθία, μονέ αρθιμό, τσ̌ια, πέντε, εφτά, τσ̌αι ν̌' είνι ανεμούκ̌ουντε τασ' το ύο, σε κηγάδι, σε στέρνα, σε θάσσα.
    Όταν θέλουν να μαγέψουν, καρφώνουν σε μια πλάκα σαπούνι καρφιά, (σε) μονό αριθμό, τρία, πέντε, εφτά, και τα πετούν μέσα στο νερό, σε πηγάδι σε στέρνα, σε θάλασσα.
    Πραματευτή, αφήγηση: Ελένη Λυσικάτου, 1942 στο: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου, (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών) σελ. 397-398, greek-language.gr
  2. το ούρο, τα τσίσια (όπως στην κοινή νεοελληνική: το νερό, κάνε το νερό σου)
  3. (μετεωρολογία) βροχή
    πρεσσά ύβατα - πολλές βροχές (κυριολεκτικά: πολλά νερά)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]