ύπανδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὕπανδρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ύπανδρος η ύπανδρη το ύπανδρο
      γενική του ύπανδρου της ύπανδρης του ύπανδρου
    αιτιατική τον ύπανδρο την ύπανδρη το ύπανδρο
     κλητική ύπανδρε ύπανδρη ύπανδρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ύπανδροι οι ύπανδρες τα ύπανδρα
      γενική των ύπανδρων των ύπανδρων των ύπανδρων
    αιτιατική τους ύπανδρους τις ύπανδρες τα ύπανδρα
     κλητική ύπανδροι ύπανδρες ύπανδρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ύπανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕπανδρος < ὑπό + ἀνήρ (ὑπὸ τὸν ἄνδρα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.pan.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύ‐παν‐δρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ύπανδρος, -η, -o

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]