ὕπαρ

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από ύπαρ)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὕπαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *suep-ōr, συγγενικό του ὕπνος. Αρχική σημασία «ύπνος, όνειρο». Σε αντιδιαστολή με το ὄναρ, αποκτά τη σημασία «αληθινό όνειρο, πραγματικό»[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὕπαρ ουδέτερο, (ελλειπτικό ουσιαστικό) κατ' αριθμό και πτώση (μόνο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού)[2]

  1. όραμα, οπτασία εν εγρηγόρσει, κάτι φανταστικό ή πραγματικό που βλέπει κανείς όσο είναι ξύπνιος
     αντώνυμα: ὄναρ
  2. (ως επίρρημα) στον ξύπνο, όσο κανείς είναι ξύπνιος
  3. (ως επίρρημα) πράγματι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Και γενική «ὕπαρος» στο Μέγα Ετυμολογικόν, 491.30

Πηγές[επεξεργασία]