ύσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ύσκα | οι | ύσκες |
γενική | της | ύσκας | — | |
αιτιατική | την | ύσκα | τις | ύσκες |
κλητική | ύσκα | ύσκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ύσκα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈi.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐σκα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ύσκα θηλυκό
- άλλη γραφή του ίσκα
- ※ –[...]Μια ισπανική παροιμία λέει πως ο άντρας είναι από φωτιά, η γυναίκα από ύσκα, κι ο διάβολος φυσάει...
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, [1956]
- ※ –[...]Μια ισπανική παροιμία λέει πως ο άντρας είναι από φωτιά, η γυναίκα από ύσκα, κι ο διάβολος φυσάει...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ύσκα
→ δείτε τη λέξη ίσκα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)