Μετάβαση στο περιεχόμενο

ύφαλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ύφαλα
      γενική των υφάλων
    αιτιατική τα ύφαλα
     κλητική ύφαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ύφαλα < ελληνιστική κοινή ὕφαλα[1] [2] < αρχαία ελληνική ὕφαλος (υποθαλάσσιος) < ὑπό + ἅλς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.fa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύφαλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ύφαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. ύφαλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ύφαλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας