ύψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ύψη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα σημεία που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος
- φοβάται τα ύψη
- (μεταφορικά)
- στα ύψη έφτασε η τιμή της βενζίνης
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ύψη ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ύψος