ύψωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύψωμα | τα | υψώματα |
γενική | του | υψώματος | των | υψωμάτων |
αιτιατική | το | ύψωμα | τα | υψώματα |
κλητική | ύψωμα | υψώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ύψωμα < αρχαία ελληνική ὕψωμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ύψωμα ουδέτερο
- φυσική ή τεχνητή έξαρση του εδάφους
- (θρησκεία) (ιδιωματικό) βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς που «υψώνεται» τελετουργικά και ευλογείται σε εκκλησίες από τους συγγενείς κάποιου εορτάζοντα ή τον ίδιο τον εορτάζοντα
- ≈ συνώνυμα: παννυχίδα
- Εκφράσεις: σηκώνω ύψωμα: (ιδιωματικό) (θρησκεία) διαβάζω τελετουργικά σε εκκλησία βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς, που «υψώνεται» από τον ιερέα και ευλογείται προς τιμήν κάποιου που εορτάζει