ώα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ώα | οι | ώες |
γενική | της | ώας | των | ωών |
αιτιατική | την | ώα | τις | ώες |
κλητική | ώα | ώες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ώα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾤα < ὄϊς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ώα θηλυκό
- (παλαιογραφία) το άγραφο περιθώριο μιας σελίδας ενός χειρογράφου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ώα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)