ώτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ώτα ουδέτερο
- πληθυντικός της λέξης ους (το αφτί)
- τα ὦτα στο μονοτονικό
ώτα ουδέτερο