абонман
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
абонман (sr) (λατινική γραφή: abonman) αρσενικό
- η συνδρομή
абонман (sr) (λατινική γραφή: abonman) αρσενικό