аутомат

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

аутомат (sr) (λατινική γραφή: automat) αρσενικό

  1. λέγεται για κάθε αυτόματη συσκευή
  2. το μηχάνημα αυτόματης ανάληψης