баш

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

баш < πρωτοσλαβική bъšь

Επίρρημα

[επεξεργασία]

баш (sr) (λατινική γραφή: baš)

  1. πραγματικά, πολύ
    баш ми је жао - λυπάμαι πολύ (πραγματικά λυπάμαι)