безшлюбність

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /beʒʃˈlʲubnʲisʲtʲ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

безшлюбність (uk) (bezšljúbnistʹ) θηλυκό