виноград

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

виноград (ru) αρσενικό

  • σταφύλι (μη μετρήσιμο· γενικά ο καρπός)

Συγγενικά

[επεξεργασία]