возможность
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]возможность (ru) θηλυκό
- ευκαιρία, δυνατότητα (ευκαρία για εξέλιξη, πρόοδο ή κέρδος)
- πιθανότητα
возможность (ru) θηλυκό