возможность

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

возможность (ru) θηλυκό

  1. ευκαιρία, δυνατότητα (ευκαρία για εξέλιξη, πρόοδο ή κέρδος)
  2. πιθανότητα

Συνώνυμα[επεξεργασία]