голова

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡəlɐˈva/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

голова (ru) θηλυκό

  1. (ανατομία) κεφάλι
    с головы до ног
    s golový do nog - από το κεφάλι μέχρι τα πόδια
  2. το μυαλό, ο εγκέφαλος
    У меня этого даже и в голове не было.
    U menjá étovo dáže i v golové né bylo
    Εμένα αυτό ούτε που πέρασε απ'το μυαλό μου.
  3. ο αρχηγός, ο επικεφαλής