гость
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- гость < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική гость < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰóstis· σχετίζεται με τη γοτθική 𐌲𐌰𐍃𐍄𐍃 και τη γερμανική Gast
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]гость (ru) αρσενικό