жива
Εμφάνιση
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]жива (mk) θηλυκό
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]жива (sr) (λατινική γραφή: živa) θηλυκό
- (χημεία) ο υδράργυρος
жива (mk) θηλυκό
жива (sr) (λατινική γραφή: živa) θηλυκό