Μετάβαση στο περιεχόμενο

испуг

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

испуг (ru)

  1. φόβος, τρομάρα
    взять кого-л на испуг - δίνω σε κάποιον μια τρομάρα