Μετάβαση στο περιεχόμενο

карандаш

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
карандаш < από τουρκογενή γλώσσα· πρβ. την ταταρική кара таш (qara taş) και την τουρκική karataş  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

карандаш (ru) αρσενικό

  1. μολύβι για γράψιμο ή σχεδίου
  2. σχέδιο, ζωγραφικό σχεδίασμα, σκίτσο με μολύβι
  3. αντικείμενο σε επίμηκες κυλινδρικό σχήμα, που μοιάζει με μολύβι (ή μπαστούνιστικ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]