карандаш
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- карандаш < από τουρκογενή γλώσσα· πρβ. την ταταρική кара таш (qara taş) και την τουρκική karataş • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]карандаш (ru) αρσενικό
- μολύβι για γράψιμο ή σχεδίου
- σχέδιο, ζωγραφικό σχεδίασμα, σκίτσο με μολύβι
- αντικείμενο σε επίμηκες κυλινδρικό σχήμα, που μοιάζει με μολύβι (ή μπαστούνι)· στικ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- карандашик (υποκορ.)
- карандашница
- карандашный
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γαλλικής προέλευσης Caran d'Ache (επωνυμία)