красный
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]красный (ru)
- κόκκινο
- кра́сная строка́ — νέα γραμμή, παράγραφος (τυπογραφία)
- αρχαϊκό: ωραία
- кра́сная де́вица - όμορφο κορίτσι
красный (ru)