лимон
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]лимон (bg) αρσενικό
- το λεμόνι
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]лимон (ru)