млеко
Εμφάνιση
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]млеко < πρωτοσλαβική melko < πρωτογερμανική meluks
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]млеко (sr) (λατινική γραφή: mleko) ουδέτερο
- το γάλα
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]млеко < πρωτοσλαβική melko < πρωτογερμανική meluks
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]млеко (mk) ουδέτερο
- το γάλα