Μετάβαση στο περιεχόμενο

мова

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

мова (uk) θηλυκό

  • η γλώσσα (το σύνολο των χαρακτηριστικών που χρησιμοποιούνται σαν κώδικας επικοινωνίας)