недеља
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- недеља < не + дела. Κυριολεκτικά: χωρίς εργασίες, χωρίς ενασχολήσεις· κατʼ επέκταση, η ημέρα της σχόλης, που δεν εργάζονται οι άνθρωποι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
недеља (sr) (λατινική γραφή: nedelja) θηλυκό
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- недјеља (γιεκαβιανή προφορά της σερβοκροατικής)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- nedjelja (κροατικά)
- недеља недеља στη σερβική Βικιπαίδεια