Μετάβαση στο περιεχόμενο

объект

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɐˈbjekt/
τυπογραφικός συλλαβισμός: объе́кт
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

объект (ru) (obʺjе́kt) αρσενικό

  1. (γενικότερα) το αντικείμενο
  2. φορέας, ίδρυμα, θεσμός, οντότητα και, γενικότερα, ο τόπος όπου συντελείται οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα