окно
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
окно < πρωτοσλαβική okъno
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
окно (ru) ουδέτερο
- το παράθυρο
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
окно < πρωτοσλαβική okъno
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
окно (sr) (λατινική γραφή: okno) ουδέτερο
- το παράθυρο
Σλαβομακεδονικά (mk)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
окно < πρωτοσλαβική okъno
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
окно (mk) ουδέτερο
- το παράθυρο