покретач
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
покретач (sr) (λατινική γραφή: pokretač) αρσενικό
- (αυτοκίνητο) η μίζα