Μετάβαση στο περιεχόμενο

понедељак

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
понедељак < по недељи (после недеље), (η ημέρα) έπειτα από την Κυριακή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

понедељак (sr) (λατινική γραφή: ponedeljak) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]