прилагательное
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- прилагательное < имя прилагательное (όνομα επίθετο), → δείτε τις λέξεις имя και прилагательный)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
прилагательное (ru) ουδέτερο
- (ουσιαστικοποιημένο) (γραμματική) το επίθετο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
прилагательное (ru) ουδέτερο
- ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του прилагательный