работа
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
работа (ru) θηλυκό
- η εργασία
- ο μόχθος
- το καθήκον
- το επάγγελμα, η απασχόληση