рода
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
рода (sr) (λατινική γραφή: roda) θηλυκό
- (ορνιθολογία) ο πελαργός