ръка
Εμφάνιση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ръка < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *rǫka
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ръка (bg) (rǎká) θηλυκό
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι