слон
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά
(bg)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
слон
(bg)
ελέφαντας
Κατηγορίες
:
Βουλγαρική γλώσσα
Ουσιαστικά (βουλγαρικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Get shortened URL
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Български
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Српски / srpski
Svenska
தமிழ்
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Українська
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文