Μετάβαση στο περιεχόμενο

срећа

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

срећа < πρωτοσλαβική sъrętja


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

срећа (sr) (λατινική γραφή: sreća) θηλυκό

  1. η ευτυχία
     συνώνυμα: радост
  2. η τύχη