Μετάβαση στο περιεχόμενο

страна

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

страна (sr) (λατινική γραφή: strana) θηλυκό

(στο βικιλεξικό) главна страна - κύρια σελίδα