страховка

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

страховка (ru) θηλυκό

  1. ασφάλεια
    страховочное оборудование : εξοπλισμός ασφαλείας