топола
Εμφάνιση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]топола (bg)
- η λεύκα
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]топола (sr) (λατινική γραφή: topola) θηλυκό
- η λεύκα
топола (bg)
топола (sr) (λατινική γραφή: topola) θηλυκό