тревога

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

тревога (ru)

  1. προειδοποίηση, συναγερμός
    пожарная тревога — συναγερμός για φωτιά