труп

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

труп (bg) αρσενικό

  1. το πτώμα
  2. (για κομμένο δέντρο) ο κορμός



Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

труп (ru) αρσενικό

  1. το πτώμα