улыбнуться
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]улыбнуться (ru)
- χαμογελώ
- Она́ укра́дкой улыбну́лась, когда́ он упа́л.
- Αυτή χαμογέλασε με δολιότητα όταν εκείνος έπεσε.
- Она́ укра́дкой улыбну́лась, когда́ он упа́л.