улыбнуться

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

улыбнуться (ru)

  1. χαμογελώ
    Она́ укра́дкой улыбну́лась, когда́ он упа́л.
    Αυτή χαμογέλασε με δολιότητα όταν εκείνος έπεσε.

Συγγενικά

[επεξεργασία]