учтив
Εμφάνιση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]учтив (bg) (učtív)
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]учтив (mk) (učtiv)