храна

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

храна (bg)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

храна (sr) (λατινική γραφή: hrana) θηλυκό