царица
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tsâritsa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ца‐ри‐ца
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]царица (sh) (λατινική γραφή: carica) θηλυκό
- η τσαρίνα
- η αυτοκράτειρα
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του царица
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | царица | царице |
γενική | царице | царица |
δοτική | царици | царицама |
αιτιατική | царицу | царице |
κλητική | царице | царице |
τοπική | царици | царицама |
οργανική | царицом | царицама |